- Ἀγαπητέ
- Ἀγαπητόςmasc voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀγαπητέ — ἀγαπητός that wherewith one must be content masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Numerology — is any study of the purported mystical relationship between a count or measurement and life. It has many systems and traditions and beliefs. Numerology and numerological divination by systems such as isopsephy were popular among early… … Wikipedia
βέλτιστος — η, ον βέλτιστος, η, ον (AM) (υπερθ. του αγαθός*) άριστος, ικανότατος αρχ. 1. (η κλητ. ως προσφώνηση φιλική ή ειρωνική) ὦ βέλτιστε αγαπητέ, φίλε μου 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ βέλτιστοι οι αριστοκρατικοί 3. το ουδ. εν. ως ουσ. τὸ βέλτιστον α) η … Dictionary of Greek
μέλε — (Α) αττ. κλητ. που χρησιμοποιήθηκε: α) ως φιλική προσφώνηση για οικεία, αγαπημένα πρόσωπα και τών δύο φύλων με τη σημ. φίλε, αγαπητέ, καλέ μου, ευλογημένε, καημένε («ἐπειδή γ , ὦ μέλε, ἤσθοντο τὰς ἀφύας παρ ἡμῑν ἀξίας», Αριστοφ.) β) σαρκαστικά,… … Dictionary of Greek
μακάριος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Πολιτικός, που μαρτύρησε με σπαθί στην Αλεξάνδρεια επί Δεκίου μαζί με τον Ανδρέα (3ος αι. μ.Χ.). Η μνήμη του τιμάται στις 6 Σεπτεμβρίου. 2. Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό στην Αφρική επί Δεκίου (3ος αι.… … Dictionary of Greek
ξένος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821, κυριότεροι από τους οποίους ήταν οι εξής: 1. Εμμανουήλ. Λόγιος και αγωνιστής του ‘21 από την Πάτμο. Ανήκε στη μεγάλη οικογένεια των Ξ., από την οποία προερχόταν και ο μεγαλέμπορος της Οδησσού Βασίλειος, στο πλευρό του… … Dictionary of Greek
ποθεινότης — ητος, ἡ, Μ [ποθεινός] (ως φιλοφρονητική προσφώνηση) πολύ αγαπητέ και περιπόθητε … Dictionary of Greek
πολυχαρίδας — και πολυχαρείδας, ὁ, Α (μόνο στην κλητ.) ὦ πολυχαρίδα ή ὦ πολυχαρείδα (λακων. τ. δηλωτικός στοργής) φίλτατε, αγαπητέ («ὦ πολυχαρίδα, λαβὲ τὰ φυσατήρια», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολύχαρις + κατάλ. ίδας. Η γρφ. με ει για μετρ. λόγους] … Dictionary of Greek
τάν — τάς ΝΜΑ (δωρ. τ. αιτ. και γεν. τού θηλ. άρθρ. αντί τήν, τῆς) φρ. «ἢ τὰν ἢ ἐπὶ τᾱς» α) (παρακελευσματική φράση που έλεγαν οι Σπαρτιάτισσες μητέρες στους γιους τους όταν έφευγαν για τον πόλεμο) ή νικητής να φέρεις πίσω την ασπίδα αυτή ή να… … Dictionary of Greek
φιλότης — ητος, και αιολ. τ. φιλότας, ατος, ἡ, Α [φίλος] 1. φιλική αγάπη, φιλία («ξεῑνοι μὲν διαμπερές εὐχόμεθ εἶναι ἐκ πατέρων φιλότητος», Ομ. Οδ.) 2. φιλοξενία 3. φιλική συνεννόηση μεταξύ λαών («φιλότητα καὶ ὅρκια πιστὰ ταμόντες», Ομ. Ιλ.) 4. ερωτική… … Dictionary of Greek